- ηλεκτροβερνίκι
- τοτεχνολ. είδος βερνικιού από διάλυμα ηλέκτρου σε τερεβινθέλαιο και βερνίκι λινελαίου, που χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν για την επίχριση διαφόρων ελασμάτων ή αντικειμένων από ξύλο ή δέρμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. electropolishing < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-*) + polishing «βερνίκι»].
Dictionary of Greek. 2013.